κῶας

κῶας
κῶας
Grammatical information: n., pl.
Meaning: `weak, hairy skin, fleece' (Il.).
Other forms: κῶς Nikoch. 12; κώεα, -εσι
Dialectal forms: Myc. kowo \/kōwos\/.
Derivatives: Dimin. κῴδ-ιον (Att.), -άριον (com.); κωδᾶς, -ᾶτος m. `handler in fleeces' (pap.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Without certain etymology. Acc. to Bq from long grade *κῶϜας, IE. *kōuǝs- (as γῆρας; Schwyzer 349) from the s. κύτος discussed group `cover, conceal', IE. (s)keu-; incorrect; doubts in WP. 2, 547 and Pok. 951. Not (with Curtius and Prellwitz) to κεῖμαι. - A full grade is what we expect, which would give *koHu̯-H-s or *keh₃u̯-h₂-s, which is rather strange; the inflection -ας, -ε- is also unusual: the -e- would fit with the Myc. nom., but then -ας is strange; it rather seems that a strange, i.e. Pre-Greek, word was adapted to Greek; so prob. the word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,59

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κῶας — fleece neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῴας — Κῴ̱ᾱς , Κῷος of fem acc pl Κῴ̱ᾱς , Κῷος of fem gen sg (doric aeolic) Κῴᾱς , Κῷος of fem acc pl Κῴᾱς , Κῷος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώας — Κώᾱς , Κώης masc acc pl Κώᾱς , Κώης masc nom sg (epic doric aeolic) Κώᾱς , Κῶος caves fem acc pl Κώᾱς , Κῶος caves fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώεα — κῶας fleece neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώεσι — κῶας fleece neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώεσιν — κῶας fleece neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρας — το (AM δέρας, Α και δέρος) φρ. δέρας ή «χρυσόμαλλον δέρας» το δέρμα τού μυθικού αρνιού με τις χρυσές τρίχες που μετέφερε τον Φρίξο και την Έλλη στην Κολχίδα αρχ. δέρμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ένσιγμο ουσιαστικό δέρος (το) προέρχεται από το δέρω,… …   Dictionary of Greek

  • κωδάς — κωδᾱς, ᾱτος, ὁ (Α) [κώας] αυτός που πουλά δέρματα, δερματοπώλης …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • κώδιον — κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον) δέρμα προβάτου, προβιά αρχ. 1. το χρυσόμαλλο δέρας 2. φρ. «Δῑον κῴδιον» δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω τού κῶας + κατάλ. ίδιον, τής οποίας το ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”